Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυστάλας
δύσταλτος
δυσταμίευτος
δύστανος
δυστάραχος
δυστατέω
δυστέκμαρτος
δυστεκνία
δύστεκνος
δυστερπής
δύστευκτος
δυστευξία
δύστηκτος
δύστηνος
δυστήρητος
δυστίβευτος
δυστιθάσευτος
δυστλήμων
δύστλητος
δυστόκεια
δυστοκεύς
View word page
δύστευκτος
unsuccessful

ShortDef

unsuccessful

Debugging

Headword:
δύστευκτος
Headword (normalized):
δύστευκτος
Headword (normalized/stripped):
δυστευκτος
IDX:
25122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25123
Key:

Data

{'content': 'unsuccessful'}