Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσσῴστως
δύστακτος
δυστάλας
δύσταλτος
δυσταμίευτος
δύστανος
δυστάραχος
δυστατέω
δυστέκμαρτος
δυστεκνία
δύστεκνος
δυστερπής
δύστευκτος
δυστευξία
δύστηκτος
δύστηνος
δυστήρητος
δυστίβευτος
δυστιθάσευτος
δυστλήμων
δύστλητος
View word page
δύστεκνος
unfortunate in children

ShortDef

unfortunate in children

Debugging

Headword:
δύστεκνος
Headword (normalized):
δύστεκνος
Headword (normalized/stripped):
δυστεκνος
IDX:
25120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25121
Key:

Data

{'content': 'unfortunate in children'}