Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσσυνείδητος
δυσσυνεσία
δυσσύνοπτος
δυσσῴστως
δύστακτος
δυστάλας
δύσταλτος
δυσταμίευτος
δύστανος
δυστάραχος
δυστατέω
δυστέκμαρτος
δυστεκνία
δύστεκνος
δυστερπής
δύστευκτος
δυστευξία
δύστηκτος
δύστηνος
δυστήρητος
δυστίβευτος
View word page
δυστατέω
to be unstable

ShortDef

to be unstable

Debugging

Headword:
δυστατέω
Headword (normalized):
δυστατέω
Headword (normalized/stripped):
δυστατεω
IDX:
25117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25118
Key:

Data

{'content': 'to be unstable'}