Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσσύμφυτος
δυσσυναίσθητος
δυσσύνακτος
δυσσυνάλλακτος
δυσσυνείδητος
δυσσυνεσία
δυσσύνοπτος
δυσσῴστως
δύστακτος
δυστάλας
δύσταλτος
δυσταμίευτος
δύστανος
δυστάραχος
δυστατέω
δυστέκμαρτος
δυστεκνία
δύστεκνος
δυστερπής
δύστευκτος
δυστευξία
View word page
δύσταλτος
hard to check
ShortDef
hard to check
Debugging
Headword:
δύσταλτος
Headword (normalized):
δύσταλτος
Headword (normalized/stripped):
δυσταλτος
IDX:
25113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25114
Key:
Data
{'content': 'hard to check'}