Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσσυμπτωσία
δυσσύμπτωτος
δυσσύμφυτος
δυσσυναίσθητος
δυσσύνακτος
δυσσυνάλλακτος
δυσσυνείδητος
δυσσυνεσία
δυσσύνοπτος
δυσσῴστως
δύστακτος
δυστάλας
δύσταλτος
δυσταμίευτος
δύστανος
δυστάραχος
δυστατέω
δυστέκμαρτος
δυστεκνία
δύστεκνος
δυστερπής
View word page
δύστακτος
ill-regulated, disordered

ShortDef

ill-regulated, disordered

Debugging

Headword:
δύστακτος
Headword (normalized):
δύστακτος
Headword (normalized/stripped):
δυστακτος
IDX:
25111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25112
Key:

Data

{'content': 'ill-regulated, disordered'}