Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκάθαρτος
ἀκαθεκτέομαι
ἀκάθεκτος
ἀκαθήκουσα
ἀκαθοσίωτος
ἀκαθυπερτέρητος
ἀκαθυστέρητος
ἄκαινα
ἀκαινοτόμητος
ἀκαιρεύομαι
ἀκαιρέω
ἀκαιρία
ἀκαίριμος
ἀκαίριος
ἀκαιρόγελως
ἀκαιρολόγος
ἀκαιροπαρρησία
ἀκαιροπαρρησιαστής
ἄκαιρος
ἀκακαλίς
ἀκακέμφατος
View word page
ἀκαιρέω
to be without an opportunity
ShortDef
to be without an opportunity
Debugging
Headword:
ἀκαιρέω
Headword (normalized):
ἀκαιρέω
Headword (normalized/stripped):
ακαιρεω
IDX:
2509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2510
Key:
Data
{'content': 'to be without an opportunity'}