Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσροος
δυσσάρκωτος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσέβημα
δυσσεβής
δύσσειστος
δύσσηπτος
δύσσοος
δύσσους
δυσσυγκάθετος
δυσσύλληπτος
δυσσυλλόγιστος
δυσσύμβατος
δυσσυμπτωσία
δυσσύμπτωτος
δυσσύμφυτος
δυσσυναίσθητος
δυσσύνακτος
δυσσυνάλλακτος
δυσσυνείδητος
View word page
δυσσυγκάθετος
condescending with difficulty

ShortDef

condescending with difficulty

Debugging

Headword:
δυσσυγκάθετος
Headword (normalized):
δυσσυγκάθετος
Headword (normalized/stripped):
δυσσυγκαθετος
IDX:
25097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25098
Key:

Data

{'content': 'condescending with difficulty'}