Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσπρόσρητος
δυσπρόσωπος
δυσπρόφορος
δυσραγής
δυσραχῖτις
δύσρευστος
δύσρηκτος
δύσρητος
δύσριγος
δυσροέω
δυσροητικός
δύσροια
δύσροος
δυσσάρκωτος
δυσσέβεια
δυσσεβέω
δυσσέβημα
δυσσεβής
δύσσειστος
δύσσηπτος
δύσσοος
View word page
δυσροητικός
leading to ill luck

ShortDef

leading to ill luck

Debugging

Headword:
δυσροητικός
Headword (normalized):
δυσροητικός
Headword (normalized/stripped):
δυσροητικος
IDX:
25085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25086
Key:

Data

{'content': 'leading to ill luck'}