Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκαθαρσία
ἀκαθαρτίζομαι
ἀκάθαρτος
ἀκαθεκτέομαι
ἀκάθεκτος
ἀκαθήκουσα
ἀκαθοσίωτος
ἀκαθυπερτέρητος
ἀκαθυστέρητος
ἄκαινα
ἀκαινοτόμητος
ἀκαιρεύομαι
ἀκαιρέω
ἀκαιρία
ἀκαίριμος
ἀκαίριος
ἀκαιρόγελως
ἀκαιρολόγος
ἀκαιροπαρρησία
ἀκαιροπαρρησιαστής
ἄκαιρος
View word page
ἀκαινοτόμητος
inlibatus; free from innovations
ShortDef
inlibatus; free from innovations
Debugging
Headword:
ἀκαινοτόμητος
Headword (normalized):
ἀκαινοτόμητος
Headword (normalized/stripped):
ακαινοτομητος
IDX:
2507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2508
Key:
Data
{'content': 'inlibatus; free from innovations'}