Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσπροσήγορος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσμεικτος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπροσπέλαστος
δυσπροσπόριστος
δυσπρόσπτωτος
δυσπρόσρητος
δυσπρόσωπος
δυσπρόφορος
δυσραγής
δυσραχῖτις
δύσρευστος
δύσρηκτος
δύσρητος
δύσριγος
δυσροέω
View word page
δυσπρόσπτωτος
hard to apply

ShortDef

hard to apply

Debugging

Headword:
δυσπρόσπτωτος
Headword (normalized):
δυσπρόσπτωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσπτωτος
IDX:
25074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25075
Key:

Data

{'content': 'hard to apply'}