Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσπρόκοπος
δυσπρόσβατος
δυσπρόσδεκτος
δυσπροσήγορος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσμεικτος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπροσπέλαστος
δυσπροσπόριστος
δυσπρόσπτωτος
δυσπρόσρητος
δυσπρόσωπος
δυσπρόφορος
δυσραγής
δυσραχῖτις
δύσρευστος
δύσρηκτος
View word page
δυσπροσόρμιστος
hard to land on, having few ports
ShortDef
hard to land on, having few ports
Debugging
Headword:
δυσπροσόρμιστος
Headword (normalized):
δυσπροσόρμιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσορμιστος
IDX:
25071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25072
Key:
Data
{'content': 'hard to land on, having few ports'}