Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσπριστος
δυσπρόκοπος
δυσπρόσβατος
δυσπρόσδεκτος
δυσπροσήγορος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσμεικτος
δυσπρόσοδος
δυσπρόσοιστος
δυσπρόσοπτος
δυσπροσόρμιστος
δυσπροσπέλαστος
δυσπροσπόριστος
δυσπρόσπτωτος
δυσπρόσρητος
δυσπρόσωπος
δυσπρόφορος
δυσραγής
δυσραχῖτις
δύσρευστος
View word page
δυσπρόσοπτος
hard to look on, horrid to behold
ShortDef
hard to look on, horrid to behold
Debugging
Headword:
δυσπρόσοπτος
Headword (normalized):
δυσπρόσοπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπροσοπτος
IDX:
25070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25071
Key:
Data
{'content': 'hard to look on, horrid to behold'}