Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσποτμος
δύσποτος
δύσπους
δυσπραγέω
δυσπραγής
δυσπραγία
δυσπραγμάτευτος
δύσπρακτος
δυσπραξία
δύσπρατος
δυσπράϋντος
δυσπρέπεια
δυσπρεπής
δύσπριστος
δυσπρόκοπος
δυσπρόσβατος
δυσπρόσδεκτος
δυσπροσήγορος
δυσπρόσιτος
δυσπρόσμαχος
δυσπρόσμεικτος
View word page
δυσπράϋντος
hard to tame
ShortDef
hard to tame
Debugging
Headword:
δυσπράϋντος
Headword (normalized):
δυσπράϋντος
Headword (normalized/stripped):
δυσπραυντος
IDX:
25057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25058
Key:
Data
{'content': 'hard to tame'}