Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμία
δύσποτμος
δύσποτος
δύσπους
δυσπραγέω
δυσπραγής
δυσπραγία
δυσπραγμάτευτος
δύσπρακτος
δυσπραξία
δύσπρατος
δυσπράϋντος
δυσπρέπεια
δυσπρεπής
δύσπριστος
δυσπρόκοπος
δυσπρόσβατος
δυσπρόσδεκτος
δυσπροσήγορος
View word page
δύσπρακτος
hard to do
ShortDef
hard to do
Debugging
Headword:
δύσπρακτος
Headword (normalized):
δύσπρακτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπρακτος
IDX:
25054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25055
Key:
Data
{'content': 'hard to do'}