Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσπορέω
δυσπόρθητος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμία
δύσποτμος
δύσποτος
δύσπους
δυσπραγέω
δυσπραγής
δυσπραγία
δυσπραγμάτευτος
δύσπρακτος
δυσπραξία
δύσπρατος
δυσπράϋντος
δυσπρέπεια
δυσπρεπής
δύσπριστος
View word page
δυσπραγέω
to be unlucky
ShortDef
to be unlucky
Debugging
Headword:
δυσπραγέω
Headword (normalized):
δυσπραγέω
Headword (normalized/stripped):
δυσπραγεω
IDX:
25050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25051
Key:
Data
{'content': 'to be unlucky'}