Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσπνοϊκός
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπολίτευτος
δυσπονής
δυσπόνητος
δυσπονία
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορέω
δυσπόρθητος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμία
δύσποτμος
δύσποτος
δύσπους
View word page
δυσπόρευτος
hard to pass

ShortDef

hard to pass

Debugging

Headword:
δυσπόρευτος
Headword (normalized):
δυσπόρευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπορευτος
IDX:
25039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25040
Key:

Data

{'content': 'hard to pass'}