Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσπνοια
δυσπνοϊκός
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπολίτευτος
δυσπονής
δυσπόνητος
δυσπονία
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορέω
δυσπόρθητος
δυσπορία
δυσπόριστος
δύσπορος
δυσποτμέω
δυσποτμία
δύσποτμος
δύσποτος
View word page
δύσπονος
toilsome

ShortDef

toilsome

Debugging

Headword:
δύσπονος
Headword (normalized):
δύσπονος
Headword (normalized/stripped):
δυσπονος
IDX:
25038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25039
Key:

Data

{'content': 'toilsome'}