Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσπληκτος
δυσπλήρωτος
δυσπλοία
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλυτος
δυσπνοέω
δύσπνοια
δυσπνοϊκός
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπολίτευτος
δυσπονής
δυσπόνητος
δυσπονία
δύσπονος
δυσπόρευτος
δυσπορέω
δυσπόρθητος
View word page
δυσπολέμητος
hard to war with

ShortDef

hard to war with

Debugging

Headword:
δυσπολέμητος
Headword (normalized):
δυσπολέμητος
Headword (normalized/stripped):
δυσπολεμητος
IDX:
25031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25032
Key:

Data

{'content': 'hard to war with'}