Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσπιστος
δύσπλανος
δύσπληκτος
δυσπλήρωτος
δυσπλοία
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλυτος
δυσπνοέω
δύσπνοια
δυσπνοϊκός
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπολίτευτος
δυσπονής
δυσπόνητος
δυσπονία
δύσπονος
δυσπόρευτος
View word page
δυσπνοϊκός
short of breath
ShortDef
short of breath
Debugging
Headword:
δυσπνοϊκός
Headword (normalized):
δυσπνοϊκός
Headword (normalized/stripped):
δυσπνοικος
IDX:
25029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25030
Key:
Data
{'content': 'short of breath'}