Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσπιστέω
δυσπιστία
δύσπιστος
δύσπλανος
δύσπληκτος
δυσπλήρωτος
δυσπλοία
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλυτος
δυσπνοέω
δύσπνοια
δυσπνοϊκός
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
δυσπολιόρκητος
δυσπολίτευτος
δυσπονής
δυσπόνητος
δυσπονία
View word page
δυσπνοέω
breathe with difficulty

ShortDef

breathe with difficulty

Debugging

Headword:
δυσπνοέω
Headword (normalized):
δυσπνοέω
Headword (normalized/stripped):
δυσπνοεω
IDX:
25027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25028
Key:

Data

{'content': 'breathe with difficulty'}