Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσπέτημα
δυσπετής
δυσπεψία
δυσπήμαντος
δυσπινής
δυσπιστέω
δυσπιστία
δύσπιστος
δύσπλανος
δύσπληκτος
δυσπλήρωτος
δυσπλοία
δυσπλοΐα
δύσπλοος
δύσπλυτος
δυσπνοέω
δύσπνοια
δυσπνοϊκός
δύσπνοος
δυσπολέμητος
δυσπόλεμος
View word page
δυσπλήρωτος
hard to fill
ShortDef
hard to fill
Debugging
Headword:
δυσπλήρωτος
Headword (normalized):
δυσπλήρωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσπληρωτος
IDX:
25022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25023
Key:
Data
{'content': 'hard to fill'}