Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγαλματίας
ἀγαλμάτιον
ἀγαλματογλύφος
ἀγαλματοποιέω
ἀγαλματοποιητικός
ἀγαλματοποιΐα
ἀγαλματοποιικός
ἀγαλματοποιός
ἀγαλματοφορέω
ἀγαλματοφόρος
ἀγαλματοφώρας
ἀγαλματόω
ἀγαλματώδης
ἀγαλμοτυπεύς
ἀγάλοχον
ἄγαλσις
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμεμνόνιος
Ἀγαμέμνων
View word page
ἀγαλματοφώρας
temple-robber
ShortDef
temple-robber
Debugging
Headword:
ἀγαλματοφώρας
Headword (normalized):
ἀγαλματοφώρας
Headword (normalized/stripped):
αγαλματοφωρας
IDX:
249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-250
Key:
Data
{'content': 'temple-robber'}