Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσπάροδος
δυσπαροξύνομαι
δυσπάτητος
δύσπαυστος
δυσπείθεια
δυσπειθέω
δυσπειθής
δυσπειρία
δυσπειστέω
δύσπειστος
δυσπέλαστος
δύσπεμπτος
δυσπέμφελος
δυσπένθερος
δυσπενθέω
δυσπενθής
δυσπέπαντος
δυσπεπτέω
δύσπεπτος
δυσπέρατος
δυσπεριάγωγος
View word page
δυσπέλαστος
dangerous to come near

ShortDef

dangerous to come near

Debugging

Headword:
δυσπέλαστος
Headword (normalized):
δυσπέλαστος
Headword (normalized/stripped):
δυσπελαστος
IDX:
24991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24992
Key:

Data

{'content': 'dangerous to come near'}