Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰώρημα
αἰώρησις
αἰωρητέον
αἰωρητός
ἀκᾷ
ἀκᾶ
Ἀκαδημαϊκός
Ἀκαδήμεια
ἀκαθαίρετος
ἀκαθαρσία
ἀκαθαρτίζομαι
ἀκάθαρτος
ἀκαθεκτέομαι
ἀκάθεκτος
ἀκαθήκουσα
ἀκαθοσίωτος
ἀκαθυπερτέρητος
ἀκαθυστέρητος
ἄκαινα
ἀκαινοτόμητος
ἀκαιρεύομαι
View word page
ἀκαθαρτίζομαι
to be ceremonially unclean
ShortDef
to be ceremonially unclean
Debugging
Headword:
ἀκαθαρτίζομαι
Headword (normalized):
ἀκαθαρτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ακαθαρτιζομαι
IDX:
2498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2499
Key:
Data
{'content': 'to be ceremonially unclean'}