Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσπαράπλευστος
δυσπαραποίητος
δυσπαρατήρητος
δυσπαράτρεπτος
δυσπάρευνος
δυσπαρηγόρητος
δυσπαρήγορος
δυσπάρθενος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσπάροδος
δυσπαροξύνομαι
δυσπάτητος
δύσπαυστος
δυσπείθεια
δυσπειθέω
δυσπειθής
δυσπειρία
δυσπειστέω
δύσπειστος
δυσπέλαστος
View word page
δυσπάροδος
hard to enter
ShortDef
hard to enter
Debugging
Headword:
δυσπάροδος
Headword (normalized):
δυσπάροδος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαροδος
IDX:
24981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24982
Key:
Data
{'content': 'hard to enter'}