Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσπαράκλητος
δυσπαρακολούθητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμύθητος
δυσπαράπειστος
δυσπαράπλευστος
δυσπαραποίητος
δυσπαρατήρητος
δυσπαράτρεπτος
δυσπάρευνος
δυσπαρηγόρητος
δυσπαρήγορος
δυσπάρθενος
Δύσπαρις
δυσπάριτος
δυσπάροδος
δυσπαροξύνομαι
δυσπάτητος
δύσπαυστος
δυσπείθεια
δυσπειθέω
View word page
δυσπαρηγόρητος
inconsolable

ShortDef

inconsolable

Debugging

Headword:
δυσπαρηγόρητος
Headword (normalized):
δυσπαρηγόρητος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαρηγορητος
IDX:
24976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24977
Key:

Data

{'content': 'inconsolable'}