Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσπαραβοήθητος
δυσπαράβουλος
δυσπαράγγελτος
δυσπαράγραφος
δυσπαράγωγος
δυσπαράδεκτος
δυσπαράθελκτος
δυσπαραίτητος
δυσπαράκλητος
δυσπαρακολούθητος
δυσπαρακόμιστος
δυσπαραμύθητος
δυσπαράπειστος
δυσπαράπλευστος
δυσπαραποίητος
δυσπαρατήρητος
δυσπαράτρεπτος
δυσπάρευνος
δυσπαρηγόρητος
δυσπαρήγορος
δυσπάρθενος
View word page
δυσπαρακόμιστος
hard to carry along, difficult

ShortDef

hard to carry along, difficult

Debugging

Headword:
δυσπαρακόμιστος
Headword (normalized):
δυσπαρακόμιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαρακομιστος
IDX:
24968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24969
Key:

Data

{'content': 'hard to carry along, difficult'}