Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσόφθαλμος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαθής
δυσπαίπαλος
δύσπαις
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραβοήθητος
δυσπαράβουλος
δυσπαράγγελτος
δυσπαράγραφος
δυσπαράγωγος
δυσπαράδεκτος
δυσπαράθελκτος
δυσπαραίτητος
δυσπαράκλητος
δυσπαρακολούθητος
δυσπαρακόμιστος
View word page
δυσπαραβοήθητος
hard to assist

ShortDef

hard to assist

Debugging

Headword:
δυσπαραβοήθητος
Headword (normalized):
δυσπαραβοήθητος
Headword (normalized/stripped):
δυσπαραβοηθητος
IDX:
24958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24959
Key:

Data

{'content': 'hard to assist'}