Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούλωτος
δυσουρέω
δυσουρητικός
δυσουρία
δυσούριστος
δυσόφθαλμος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαθής
δυσπαίπαλος
δύσπαις
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
δυσπαλής
δυσπαράβλητος
δυσπαραβοήθητος
View word page
δυσόφθαλμος
offensive to the sight

ShortDef

offensive to the sight

Debugging

Headword:
δυσόφθαλμος
Headword (normalized):
δυσόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
δυσοφθαλμος
IDX:
24948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24949
Key:

Data

{'content': 'offensive to the sight'}