Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσορεξία
δυσόριστος
δυσορκέω
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούλωτος
δυσουρέω
δυσουρητικός
δυσουρία
δυσούριστος
δυσόφθαλμος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαθής
δυσπαίπαλος
δύσπαις
δυσπάλαιστος
δυσπάλαμος
View word page
δυσουρητικός
suffering from difficulty urinating
ShortDef
suffering from difficulty urinating
Debugging
Headword:
δυσουρητικός
Headword (normalized):
δυσουρητικός
Headword (normalized/stripped):
δυσουρητικος
IDX:
24945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24946
Key:
Data
{'content': 'suffering from difficulty urinating'}