Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσοργησία
δύσοργος
δυσορεξία
δυσόριστος
δυσορκέω
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούλωτος
δυσουρέω
δυσουρητικός
δυσουρία
δυσούριστος
δυσόφθαλμος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαθής
δυσπαίπαλος
δύσπαις
View word page
δυσούλωτος
hard to scar over

ShortDef

hard to scar over

Debugging

Headword:
δυσούλωτος
Headword (normalized):
δυσούλωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσουλωτος
IDX:
24943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24944
Key:

Data

{'content': 'hard to scar over'}