Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσόρατος
δυσοργησία
δύσοργος
δυσορεξία
δυσόριστος
δυσορκέω
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούλωτος
δυσουρέω
δυσουρητικός
δυσουρία
δυσούριστος
δυσόφθαλμος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαθής
δυσπαίπαλος
View word page
δύσοσμος
ill-smelling, stinking

ShortDef

ill-smelling, stinking

Debugging

Headword:
δύσοσμος
Headword (normalized):
δύσοσμος
Headword (normalized/stripped):
δυσοσμος
IDX:
24942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24943
Key:

Data

{'content': 'ill-smelling, stinking'}