Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσορασία
δυσόρατος
δυσοργησία
δύσοργος
δυσορεξία
δυσόριστος
δυσορκέω
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούλωτος
δυσουρέω
δυσουρητικός
δυσουρία
δυσούριστος
δυσόφθαλμος
δυσπάθεια
δυσπαθέω
δυσπαθής
View word page
δυσοσμία
an ill smell, ill savour

ShortDef

an ill smell, ill savour

Debugging

Headword:
δυσοσμία
Headword (normalized):
δυσοσμία
Headword (normalized/stripped):
δυσοσμια
IDX:
24941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24942
Key:

Data

{'content': 'an ill smell, ill savour'}