Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσόνειρος
δύσοπτος
δυσορασία
δυσόρατος
δυσοργησία
δύσοργος
δυσορεξία
δυσόριστος
δυσορκέω
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούλωτος
δυσουρέω
δυσουρητικός
δυσουρία
δυσούριστος
δυσόφθαλμος
δυσπάθεια
View word page
δύσορνις
ill-omened, boding ill

ShortDef

ill-omened, boding ill

Debugging

Headword:
δύσορνις
Headword (normalized):
δύσορνις
Headword (normalized/stripped):
δυσορνις
IDX:
24939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24940
Key:

Data

{'content': 'ill-omened, boding ill'}