Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αἰωνόβιος
αἰωνοπολοκράτωρ
αἰωνόφθαλμος
αἰώρα
αἰωρέω
αἰώρημα
αἰώρησις
αἰωρητέον
αἰωρητός
ἀκᾷ
ἀκᾶ
Ἀκαδημαϊκός
Ἀκαδήμεια
ἀκαθαίρετος
ἀκαθαρσία
ἀκαθαρτίζομαι
ἀκάθαρτος
ἀκαθεκτέομαι
ἀκάθεκτος
ἀκαθήκουσα
ἀκαθοσίωτος
View word page
ἀκᾶ
softly, gently
ShortDef
softly, gently
Debugging
Headword:
ἀκᾶ
Headword (normalized):
ἀκᾶ
Headword (normalized/stripped):
ακα
IDX:
2493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2494
Key:
Data
{'content': 'softly, gently'}