Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσοναρ
δυσόνειρος
δύσοπτος
δυσορασία
δυσόρατος
δυσοργησία
δύσοργος
δυσορεξία
δυσόριστος
δυσορκέω
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούλωτος
δυσουρέω
δυσουρητικός
δυσουρία
δυσούριστος
δυσόφθαλμος
View word page
δύσορμος
with bad anchorage

ShortDef

with bad anchorage

Debugging

Headword:
δύσορμος
Headword (normalized):
δύσορμος
Headword (normalized/stripped):
δυσορμος
IDX:
24938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24939
Key:

Data

{'content': 'with bad anchorage'}