Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσόμοιος
δύσοναρ
δυσόνειρος
δύσοπτος
δυσορασία
δυσόρατος
δυσοργησία
δύσοργος
δυσορεξία
δυσόριστος
δυσορκέω
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούλωτος
δυσουρέω
δυσουρητικός
δυσουρία
δυσούριστος
View word page
δυσορκέω
swear falsely

ShortDef

swear falsely

Debugging

Headword:
δυσορκέω
Headword (normalized):
δυσορκέω
Headword (normalized/stripped):
δυσορκεω
IDX:
24937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24938
Key:

Data

{'content': 'swear falsely'}