Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσόμματος
δυσόμοιος
δύσοναρ
δυσόνειρος
δύσοπτος
δυσορασία
δυσόρατος
δυσοργησία
δύσοργος
δυσορεξία
δυσόριστος
δυσορκέω
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούλωτος
δυσουρέω
δυσουρητικός
δυσουρία
View word page
δυσόριστος
difficult to adapt to a limit
ShortDef
difficult to adapt to a limit
Debugging
Headword:
δυσόριστος
Headword (normalized):
δυσόριστος
Headword (normalized/stripped):
δυσοριστος
IDX:
24936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24937
Key:
Data
{'content': 'difficult to adapt to a limit'}