Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσομιλία
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόμοιος
δύσοναρ
δυσόνειρος
δύσοπτος
δυσορασία
δυσόρατος
δυσοργησία
δύσοργος
δυσορεξία
δυσόριστος
δυσορκέω
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
δυσούλωτος
δυσουρέω
View word page
δύσοργος
quick to anger

ShortDef

quick to anger

Debugging

Headword:
δύσοργος
Headword (normalized):
δύσοργος
Headword (normalized/stripped):
δυσοργος
IDX:
24934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24935
Key:

Data

{'content': 'quick to anger'}