Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσομβρος
δυσομίλητος
δυσομιλία
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόμοιος
δύσοναρ
δυσόνειρος
δύσοπτος
δυσορασία
δυσόρατος
δυσοργησία
δύσοργος
δυσορεξία
δυσόριστος
δυσορκέω
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
δυσοσμία
δύσοσμος
View word page
δυσόρατος
hard to see

ShortDef

hard to see

Debugging

Headword:
δυσόρατος
Headword (normalized):
δυσόρατος
Headword (normalized/stripped):
δυσορατος
IDX:
24932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24933
Key:

Data

{'content': 'hard to see'}