Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσοκνος
δυσόλισθος
δύσομβρος
δυσομίλητος
δυσομιλία
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόμοιος
δύσοναρ
δυσόνειρος
δύσοπτος
δυσορασία
δυσόρατος
δυσοργησία
δύσοργος
δυσορεξία
δυσόριστος
δυσορκέω
δύσορμος
δύσορνις
δυσόρφναιος
View word page
δύσοπτος
hard to detect
ShortDef
hard to detect
Debugging
Headword:
δύσοπτος
Headword (normalized):
δύσοπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσοπτος
IDX:
24930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24931
Key:
Data
{'content': 'hard to detect'}