Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσοιστος
δυσοιωνέω
δυσοιωνισμός
δυσοιωνιστικός
δύσοκνος
δυσόλισθος
δύσομβρος
δυσομίλητος
δυσομιλία
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόμοιος
δύσοναρ
δυσόνειρος
δύσοπτος
δυσορασία
δυσόρατος
δυσοργησία
δύσοργος
δυσορεξία
δυσόριστος
View word page
δυσόμματος
scarce-seeing, purblind

ShortDef

scarce-seeing, purblind

Debugging

Headword:
δυσόμματος
Headword (normalized):
δυσόμματος
Headword (normalized/stripped):
δυσομματος
IDX:
24926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24927
Key:

Data

{'content': 'scarce-seeing, purblind'}