Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσοινος
δύσοιστος
δυσοιωνέω
δυσοιωνισμός
δυσοιωνιστικός
δύσοκνος
δυσόλισθος
δύσομβρος
δυσομίλητος
δυσομιλία
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόμοιος
δύσοναρ
δυσόνειρος
δύσοπτος
δυσορασία
δυσόρατος
δυσοργησία
δύσοργος
δυσορεξία
View word page
δυσόμιλος
hard to live with, bringing evil in one's company
ShortDef
hard to live with, bringing evil in one's company
Debugging
Headword:
δυσόμιλος
Headword (normalized):
δυσόμιλος
Headword (normalized/stripped):
δυσομιλος
IDX:
24925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24926
Key:
Data
{'content': "hard to live with, bringing evil in one's company"}