Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσοικονόμητος
δύσοιμος
δύσοινος
δύσοιστος
δυσοιωνέω
δυσοιωνισμός
δυσοιωνιστικός
δύσοκνος
δυσόλισθος
δύσομβρος
δυσομίλητος
δυσομιλία
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόμοιος
δύσοναρ
δυσόνειρος
δύσοπτος
δυσορασία
δυσόρατος
δυσοργησία
View word page
δυσομίλητος
hard to live with

ShortDef

hard to live with

Debugging

Headword:
δυσομίλητος
Headword (normalized):
δυσομίλητος
Headword (normalized/stripped):
δυσομιλητος
IDX:
24923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24924
Key:

Data

{'content': 'hard to live with'}