Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσοίκητος
δυσοικονόμητος
δύσοιμος
δύσοινος
δύσοιστος
δυσοιωνέω
δυσοιωνισμός
δυσοιωνιστικός
δύσοκνος
δυσόλισθος
δύσομβρος
δυσομίλητος
δυσομιλία
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόμοιος
δύσοναρ
δυσόνειρος
δύσοπτος
δυσορασία
δυσόρατος
View word page
δύσομβρος
stormy, wintry
ShortDef
stormy, wintry
Debugging
Headword:
δύσομβρος
Headword (normalized):
δύσομβρος
Headword (normalized/stripped):
δυσομβρος
IDX:
24922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24923
Key:
Data
{'content': 'stormy, wintry'}