Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δυσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δυσοικονόμητος
δύσοιμος
δύσοινος
δύσοιστος
δυσοιωνέω
δυσοιωνισμός
δυσοιωνιστικός
δύσοκνος
δυσόλισθος
δύσομβρος
δυσομίλητος
δυσομιλία
δυσόμιλος
δυσόμματος
δυσόμοιος
δύσοναρ
δυσόνειρος
View word page
δυσοιωνιστικός
ill-omened

ShortDef

ill-omened

Debugging

Headword:
δυσοιωνιστικός
Headword (normalized):
δυσοιωνιστικός
Headword (normalized/stripped):
δυσοιωνιστικος
IDX:
24919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24920
Key:

Data

{'content': 'ill-omened'}