Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δυσόδευτος
δυσοδέω
δυσοδία
δυσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δυσοικονόμητος
δύσοιμος
δύσοινος
δύσοιστος
δυσοιωνέω
δυσοιωνισμός
δυσοιωνιστικός
δύσοκνος
δυσόλισθος
δύσομβρος
δυσομίλητος
δυσομιλία
δυσόμιλος
δυσόμματος
View word page
δύσοιστος
hard to bear, insufferable
ShortDef
hard to bear, insufferable
Debugging
Headword:
δύσοιστος
Headword (normalized):
δύσοιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσοιστος
IDX:
24916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24917
Key:
Data
{'content': 'hard to bear, insufferable'}