Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δύσξενος
δυσξήραντος
δυσξύμβλητος
δυσξύμβολος
δυσξύνετος
δύσογκος
δυσόδευτος
δυσοδέω
δυσοδία
δυσοδοπαίπαλος
δύσοδος
δυσοίζω
δυσοίκητος
δυσοικονόμητος
δύσοιμος
δύσοινος
δύσοιστος
δυσοιωνέω
δυσοιωνισμός
δυσοιωνιστικός
δύσοκνος
View word page
δύσοδος
hard to pass, scarce passable

ShortDef

hard to pass, scarce passable

Debugging

Headword:
δύσοδος
Headword (normalized):
δύσοδος
Headword (normalized/stripped):
δυσοδος
IDX:
24910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24911
Key:

Data

{'content': 'hard to pass, scarce passable'}