Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄγαλμα
ἀγαλματίας
ἀγαλμάτιον
ἀγαλματογλύφος
ἀγαλματοποιέω
ἀγαλματοποιητικός
ἀγαλματοποιΐα
ἀγαλματοποιικός
ἀγαλματοποιός
ἀγαλματοφορέω
ἀγαλματοφόρος
ἀγαλματοφώρας
ἀγαλματόω
ἀγαλματώδης
ἀγαλμοτυπεύς
ἀγάλοχον
ἄγαλσις
ἄγαμαι
Ἀγαμεμνόνεος
Ἀγαμεμνονίδης
Ἀγαμεμνόνιος
View word page
ἀγαλματοφόρος
carrying an image in one's mind

ShortDef

carrying an image in one's mind

Debugging

Headword:
ἀγαλματοφόρος
Headword (normalized):
ἀγαλματοφόρος
Headword (normalized/stripped):
αγαλματοφορος
IDX:
248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-249
Key:

Data

{'content': "carrying an image in one's mind"}