Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δύσμουσος
δυσμόχλευτος
δυσνίκητος
δύσνιπτος
δύσνιφος
δυσνοέω
δυσνόητος
δύσνοια
δυσνομία
δύσνομος
δύσνοος
δύσνοστος
δυσνουθέτητος
δυσνύμφευτος
δύσνυμφος
δύσξενος
δυσξήραντος
δυσξύμβλητος
δυσξύμβολος
δυσξύνετος
δύσογκος
View word page
δύσνοος
ill-affected, disaffected
ShortDef
ill-affected, disaffected
Debugging
Headword:
δύσνοος
Headword (normalized):
δύσνοος
Headword (normalized/stripped):
δυσνοος
IDX:
24895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-24896
Key:
Data
{'content': 'ill-affected, disaffected'}